- κριθείην
- κρῐθείην , κρίνωseparateaor opt pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιοστός — ή, ό / χιλιοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κατέχει τον αριθμό χίλια σε σειρά ή τάξη (α. «ο χιλιοστός επιβάτης» β. «οὐκ ἂν κριθείην οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος οἶμαι δὲ οὐδὲ χιλιοστός», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιοστό αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek